σιτικός — σῑτικός , σιτικός of wheat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτικῶν — σῑτικῶν , σιτικός of wheat fem gen pl σῑτικῶν , σιτικός of wheat masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτικόν — σῑτικόν , σιτικός of wheat masc acc sg σῑτικόν , σιτικός of wheat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
σιτικώς — Α επίρρ. βλ. σιτικός … Dictionary of Greek
σιτικοῖς — σῑτικοῖς , σιτικός of wheat masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτικοί — σῑτικοί , σιτικός of wheat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτικοῦ — σῑτικοῦ , σιτικός of wheat masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτικούς — σῑτικούς , σιτικός of wheat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτικῆς — σῑτικῆς , σιτικός of wheat fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)